Βάμβακα

Βάμβακα
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • BOMBAX — Italis Bombace, Gallis Cotton, gossipium est, lana vel lanugo xyli; i. e. gossipii fruticis, de quo Plin. l. 19. c. 1. ἐριόξυλον, Ulpiano l. 70. Si cui lana legetur, §. 9. D. de legat. 3. ubi ligneam lanam reddit: Origo vocis a voce Bombyx, quâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… …   Dictionary of Greek

  • νιτροβάμβακας — ο χημ. ονομασία τών προϊόντων νίτρωσης τού βάμβακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. coton nitre] …   Dictionary of Greek

  • φλάντζα — Εξάρτημα στεγανότητας που εφαρμόζεται μεταξύ μεταλλικών επιφανειών ώστε να εμποδίζεται η διαρροή των ρευστών. Λέγεται και παρέβυσμα. Για φ. χρησιμοποιούνται διάφορα ευκολοπροσάρμοστα υλικά, ανάλογα με τις πιέσεις και τις θερμοκρασίες λειτουργίας… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος εκ Φουρνά — (Φουρνά Αγράφων 1670; – 1744). Μοναχός και ζωγράφος. Είναι γνωστός κυρίως από το βιβλίο του Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης. Από τον βιογράφο του, Θεοφάνη Αγράφων, γνωρίζουμε ότι o Δ. πήγε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 16 ετών, έγινε μοναχός και… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • Κοζάνη — Πόλη (υψόμ. 710 μ., 35.242 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κοζάνης. Είναι χτισμένη στους πρόποδες του Σκοπού, στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, σε απόσταση 506 χλμ. από την Αθήνα και 141 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου (βλ …   Dictionary of Greek

  • Μάγνης, Πέτρος — (Ζαγορά Πηλίου 1880 – Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1955). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη του ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε στην Αθήνα με τον τίτλο Φτερουγίσματα (1902).… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών (Πύργου Τήνου) — Ο Πύργος της Τήνου αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. Εδώ γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, έμαθαν την τέχνη του μαρμάρου και δημιούργησαν μερικά από τα σπουδαιότερα έργα τους οι γλύπτες που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”